- χολοδόχος
- -ο / χολοδόχος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -α, Νβλ. χοληδόχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολοδόχον — χολοδόχος masc/fem acc sg χολοδόχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολοδόχου — χολοδόχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοληδόχος — και χολοδόχος, ο / χοληδόχος και χολοδόχος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, και χολιοδόχος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει χολή 2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις» ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια τού… … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek